συστάς

συστάς
(-άδος) η уст. группа, купа (деревьев)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "συστάς" в других словарях:

  • συστάς — συστά̱ς , συνίστημι BJ Prooem. aor part act masc nom/voc sg συστάς standing together fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συστάς — άδος, ἡ, ΜΑ βλ. συστάδα …   Dictionary of Greek

  • συστάδας — συστάς standing together fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συστάδες — συστάς standing together fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συστάσιν — συστάς standing together fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συστάδα — η / συστάς, άδος, ΝΜΑ, και ξυστάς Α ομάδα από αντικείμενα, ιδίως δένδρα ή θάμνους, που στέκονται κοντά το ένα με το άλλο νεοελλ. το σύνολο τών δένδρων που φύονται σε μια δασική έκταση αρχ. 1. (κατά τον Πολυδ.) «ζυγὰς μὲν καὶ συστὰς ἡ ἀμπελόφυτος… …   Dictionary of Greek

  • θαλάσσιος — α, ο (AM θαλάσσιος, ία, ον, Α και θαλάσσιος, ον, αττ. τ. θαλάττιος, ία, ον και ος, ον) [θάλασσα] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη θάλασσα, αυτός που υπάρχει ή γίνεται μέσα ή πάνω σε αυτήν, αυτός που προέρχεται από αυτήν (α. «θαλάσσια λουτρά»… …   Dictionary of Greek

  • υστάς — άδος, ἡ, Α (κατά τον Ησύχ.) «ἡ δασεῑα ἄμπελος». [ΕΤΥΜΟΛ. Κατά την επικρατέστερη άποψη, πρόκειται για κυπριακό τ. τής λ. συστάς με σίγηση τού αρκτικού σ (πρβλ. και λ. ὕγγεμος)] …   Dictionary of Greek

  • ξυστάδες — συστάδες , συστάς standing together fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συστάσι — συστάσῑ , σύστασις bringing together fem dat sg (epic doric ionic aeolic) συστάς standing together fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»